τραπεζωνία

τραπεζωνία
τρᾰπεζ-ωνία, ,
A hiring of tables, Inser. Magn.116.41 (ii A. D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τραπεζωνία — ἡ, Α αγορά ή μίσθωση τραπεζιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + ωνία (< ώνης < ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. ιππ ωνία] …   Dictionary of Greek

  • τραπεζωνιά — η, Ν βοτ. κοινή ονομασία τού είδους Diospyrus lotus που ανήκει στο γένος δίσπυρος τής οικογένειας εβενίδες και απαντά στη Μακεδονία, στη Θράκη και στην κεντρική Ελλάδα …   Dictionary of Greek

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”